- υπογραφή
- η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω]το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α. «βάζω την υπογραφή μου» β. «τῇ ἰδίᾳ φωνῇ καὶ ὑπογραφῇ», Λέων Μάγ.γ. «ταύτην τὴν χεῑραν ἐξεθέμεθα ἐφ' ὑπογραφῆς ἑκάστου», πάπ.)νεοελλ.1. (νομ.) η ιδιόχειρη και ιδιόρρυθμη, συνήθως, αναγραφή τού διακριτικού ονόματος ορισμένου προσώπου πάνω σε ορισμένο έγγραφο2. το να υπογράφει κανείς, το να έχει δικαίωμα υπογραφής υπηρεσιακών εγγράφων («δεν έχει δικαίωμα υπογραφής»)3. η επίσημη πράξη επικύρωσης συμφωνίας («η υπογραφή τής συνθήκης ειρήνης»)4. φρ. α) «δίνω την υπογραφή μου» — εγγυώμαι για κάποιονβ) «δεν ξέρει ούτε την υπογραφή του να βάζει» — είναι τελείως αγράμματοςγ) «βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου χέρια» — συμφωνώ απολύτωςμσν.σχέδιο, απεικόνιση («τύπος ἦν καὶ ὑπογραφὴ παντὸς τοῡ κόσμου», Κοσμ.)μσν.-αρχ.1. υπογεγραμμένο κείμενο, αναφορά με υπογραφή («ἐπὶ τῇ ὑπογραφῇ τῆς πίστεως τῆς ὑπὸ τὴν περὶ Γεώργιον ἀπὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κομισθείσης», Βασ.)2. η περιγραφή, σε αντιδιαστολή προς τον ορισμό («ἡ δὲ ὑπογραφὴ ἐκ τῶν ἐπουσιωδῶν σύγκειται», Δαμασκ. Ι.)3. παράδειγμα («γέγονεν ὑπογραφὴ ὁ Κύριος», Κλήμ. Αλ.)αρχ.1. έγγραφο καταμήνυσης, γραπτή καταγγελία («ὑπογραφὴν παραναγινωσκομένην», Πλάτ.)2. επιγραφή σε στήλη3. διάγραμμα, περίγραμμα4. σχέδιο, γενική περιγραφή («σχήματος ἕνεκα καὶ ὑπογραφῆς», Πλάτ.)5. το βάψιμο τού δέρματος κάτω από τα βλέφαρα με στίμμι («ὑπογραφὴ τῶν ὀφθαλμῶν», Ξεν.)6. βαφή7. απόφαση αξιωματούχου για έγκληση που υποβλήθηκε σε αυτόν8. αποδοχή ευθύνης σε αίτηση9. αντίγραφο10. σχέδιο αρχιτέκτονα11. διασάφηση12. η είσοδος τών αλόγων στους ολυμπιακούς αγώνες13. τρόπος διαδικασίας σε δικαστήριο τής Αιγύπτου κατά την ελληνιστική εποχή14. στον πληθ. αἱ ὑπογραφαί απομνημονεύματα15. φρ. «τενόντων ὑπογραφαί» — τα ίχνη τών πελμάτων (Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.